Συνεχίζοντας την αναφορά μας στις χριστιανικές εορτές και τις λατρευτικές
συνάξεις που έλαβαν χώρα κατά το τελευταίο έτος πριν από την καταστροφή της
Σμύρνης (1921-1922), ολοκληρώνουμε το λειτουργικό και ψαλτικό οδοιπορικό μας με
τις ακολουθίες των τελευταίων ημερών της Μεγάλης Εβδομάδας.
Οδοδείκτης μας και πάλι οι «ιερές αναμνήσεις»* του τότε στρατεύσιμου κ.
Νικόλαου Ζευγαδάκη, του οποίου η εκπαίδευση ως μάχιμου υγειονομικού στα Έμπεδα της
Στρατιάς Μικράς Ασίας τελείωσε την Κυριακή των Βαΐων, καθώς ο ίδιος μας διηγείται:
«...Διηρέθη τότε η διλοχία των νοσοκόμων, εις την οποίαν ανήκον εις τρία
μέρη. Το πρώτον θα έμενεν εις την Σμύρνην, το δεύτερον θα μετέβαινεν εις το
νότιον συγκρότημα του Μετώπου, το Εσκί Σεχίρ, το δε τρίτον εις το βόρειον, το
Αφιόν Καραχισάρ. Εις το τελευταίον, θεωρούμενον το περισσότερον επικίνδυνον,
συμπεριελήφθην και εγώ. Όσοι προωρίζοντο δια την Σμύρνην ανεχώρησαν την Μ.
Τρίτην. Αι αποστολαί δια το Μέτωπον θα εγίνοντο μετά τας εορτάς του Πάσχα, τας
οποίας κατά δοθείσαν διαταγήν, θα εωρτάζομεν όλοι, αξιωματικοί και στρατιώται,
ως μία οικογένεια, εις τον τόπον του στρατωνισμού μας.
Εις τα έμπεδά μας εις την
Μπαλτζόβαν, είχομεν ως στρατιωτικόν ιερέα έναν απλοϊκόν, αλλά συμπαθή και
καλοκάγαθον γέροντα από την περιφέρειαν του Ηρακλείου. Δια τον εκκλησιασμόν των
αυτόθι στρατιωτών είχε μεταβληθή εις εκ των στρατιωτικών θαλάμων εις πρόχειρον
ναόν, όπου εκεί εκκλησιάσθην και εγώ από της Κυριακής των Βαΐων μέχρι της
νυκτός της Μ. Πέμπτης […].
Αλλ’ έως τότε μόνον. Διότι
ούτε περαιτέρω αντοχή υπήρχε δια τον εκκλησιασμόν αυτόν, ούτε ήτο δυνατόν εις
εμέ να αφήσω κατά τας μεγάλας αυτάς της Εκκλησίας μας ημέρας τους μεγαλοπρεπείς
ναούς της Σμύρνης με τας επιβλητικάς ιεροτελεστίας, τας οποίας τόσον ελάμπρυνεν
η μεγάλη και ιερά φυσιογνωμία του Χρυσοστόμου, εκόσμουν δε επίσης και
ανεδείκνυον και άλλοι ιεράρχαι και κληρικοί και ιεροψάλται διακεκριμένοι και
περίφημοι, να αφήσω εν γένει το Πάσχα της Σμύρνης, το οποίο δεν επρόκειτο
προσωπικώς να απολαύσω, αλλά και να αποθανατίσω, λόγω της χρονογραφικής μου
κλίσεως, δια του ημερολογίου μου. Και απεφάσισα όπως, αψηφών τας οιασδήποτε
συνεπείας, απέλθω το απόγευμα της Μ. Παρασκευής δια την πόλιν προς πλήρωσιν
της επιθυμίας μου ταύτης και αποστολής μου.
Προς το εσπέρας, εφαρμόζων την
ληφθείσαν απόφασιν, ανεχώρησα δια την Σμύρνην».
Φωτογραφία του Αγίου Γεωργίου ληφθείσα από τον πύργο του ρολογιού της Αγίας Φωτεινής |
[…] Έφθασα νύκτα εις εις τον
ναόν, όταν επρόκειτο να αρχίσει ο κανών «Κύμματι Θαλάσσης». Άμα τη εισόδω μου
εν των ναώ, το βλέμμα μου προσέπεσεν εις τον χοροστατούντα Μητροπολίτην
Φιλαδελφείας. Ήτο πολύ αδύνατος και μικρόσωμος, είχε όμως αρκετήν φωνήν. Οι
ιεροψάλται έψαλλον εις γνήσιαν βυζαντινήν μουσικήν, ορθώς δε, ιδία ο δεξιός και
ωραία. Ο πρωτοψάλτης, όστις θα ήτο ασφαλώς ο φημιζόμενος Γεώργιος Βενής, τον οποίον ιδιαιτέρως συνέστησεν εις εμέ την
επιούσαν των Χριστουγέννων εις Μεταμόρφωσιν ο ιεροψάλτης Νικηφόρος Αγαθόπουλος,
έψαλλε συμφώνως προς τους μουσικούς κανόνας και με φωνήν μελωδικήν και
επιβλητικήν. Ήτο υψηλού μάλλον, αν καλώς ενθυμούμαι, αναστήματος και σοβαρός
άνθρωπος, πολύ δε προσεκτικός και ευσυνείδητος εις το έργον του ιεροψάλτης.
Ο ναός ήτο ευρύχωρος,
τρίκλιτος, μεγαλοπρεπής και πολύ ωραίος. Η στέγη και οι γυναικωνίται, ως και
όλος ο ναός διεκρίνοντο για την ευρυθμίαν αυτών και κομψότητα. Εχωρίζετο δια
κικλίδων, ο σωλέας, εντός του οποίου υπήρχον, εκτός του Δεσποτικού Θρόνου, και
παραθρόνιον και αντιθρόνιον.
Εις τον ναόν τούτο ετελείτο
επί τη εορτή του ημετέρου Βασιλέως Γεωργίου του Α΄ μεγαλοπρεπώς, ως και εις την
ελευθέραν Ελλάδα, η ειθισμένη Δοξολογία, της βασιλικής εορτής πανηγυριζομένης
τότε εις την Σμύρνην με ελληνικάς σημαίας και λοιπάς εθνικάς εκδηλώσεις.
Εν τω μέσω του ναού είχον παραταχθή,
κατ’ αντιστοιχίαν, δύο στοίχοι ενόπλων στρατιωτών του πυροβολικού προς τήρησιν
της τάξεως.
Εις την Δ΄ Ωδήν του κανόνος, ο
αρχιερεύς, τη συνοδεία ενός διακόνου, φέροντος το τρίκηρον και ενός παιδίου,
ενδεδυμένου στολήν λαμπαδούχου και κρατούντος το δίκηρον, εισήλθεν εις το ιερόν
Βήμα, κλεισθείσης αμέσως της Ωραίας Πύλης, όπως ενδυθή την λειτουργικήν του
αμφίεσιν δια την ιεροτελεστίαν.
Μετά την έκτην Ωδήν ήρθη το
παραπέτασμα της Ωραίας Πύλης και ενεφανίσθη ενδεδυμένος ο αρχιερεύς. Τούτο
συνετέλεσεν ώστε να παραλειφθώσιν αι ακόλουθοι δύο Ωδαί. Μετά την Θ΄ Ωδήν
ήρχισαν ψαλλόμενα τα εγκώμια. Τα της Α΄ και Β΄ στάσεως εψάλησαν υπό των
ιεροψαλτών και πολλών καλλιφώνων παίδων, ενώ ο αρχιερεύς, προπορευομένου του
διακόνου, περιήλθε και εθυμίασεν όλον τον ναόν. Η Γ΄ στάσις εψάλη εκ του
γυναικωνίτου εις τετράφωνον ευρωπαϊκήν μουσικήν υπό τελείως κατιρτισμένης ομάδος
στρατιωτών. Έψαλλον πάντες από μουσικά τετράδια. Δεν εψάλλοντο δε όλοι οι ύμνοι
της στάσεως αυτής εις το αυτό μέλος και η ποικιλία αύτη καθίστα περισσότερον
ευχάριστον την μελωδίαν. Τα εγκώμια, γενικώς είτε θα εψάλησαν όλα, είτε
ελάχιστα θα παρελείφθησαν.
Ο Επιτάφιος, το «Σώμα», ως
λεγεται κοινώς, ήτο τοποθετημένος εντός του Κουβουκλίου εις το μέσον του ναού,
ο δε Σταυρός αριστερά τούτου.
Ο αρχιερεύς αφού εθυμίασεν,
επιστρέψας ανήλθεν επί του Θρόνου. Παρ’ αυτόν, εκτός του διακόνου, ίστατο εις
μόνον, ενδεδυμένος την στολήν του, ιερεύς. Οι δύο άλλοι ιερείς του ναού
επερίμενον να λάβουν μέρος εις την λιτανείαν […]. Αι εκφωνήσεις απηγγέλοντο πάντοτε
υπό του αρχιερέως. Εις το «Έρανον τον τάφον», ο αρχιερεύς έρρανε γύρω τον
Επιτάφιον με μύρον, κατόπιν δε, προχωρήσας κατά μήκος του ναού, έρρανε και τους
εκκλησιαζόμενους.
Η περιφορά του Επιταφίου της
Αγίας Φωτεινής
Εις τους Αίνους απήλθον δια
τον πλησίον Μητροπολιτικόν Ναόν της Αγίας Φωτεινής, δια να λάβω γνώσιν και των
εκεί τελουμένων. Μόλις εξήλθον του ναού, ήκουσα τους κώδωνας της Μητροπόλεως να
σημαίνουν πενθίμως. Ενόησα ότι είχεν ήδη αρχίσει εκεί η λιτανεία του Επιταφίου.
Όταν επλησιαζον, είδον να
εξέρχεται η εκκλησιαστική πομπή από την βόρειον μεγάλην πύλην του περιβόλου του
ναού, επί του οποίου υψούτο το μέγα κωδωνοστάσιον. Προεπορεύετο στρατιωτική
μουσική, ανακρούουσα πένθιμον εμβατήριον, ηκολούθουν δύο ιεροί φανοί, δύο
εξαπτέρυγα και ο Σταυρός, αργυρά όλα, κατόπιν δε ο μεγάλος Σταυρός του
Επιταφίου και μετ’ αυτόν, εντός του Κουβουκλίου, ο Επιτάφιος, φερόμενος υπό
αξιωματικών. Ηκολούθουν έπειτα οι χοροί των ψαλτών και εν συνεχεία, ο ιερός
Κλήρος, όστις έφερεν το θείον «Σώμα», με τον Μητροπολιτήν Σμύρνης Χρυσόστομον
εν τέλει, περιστοιχιζόμενον υπό των επισήμων, μεταξύ των οποίων διέκρινα τον
τότε Αρχιστράτηγο της Στρατιάς Μικράς Ασίας Αναστάσιο Παπούλα. Την πομπήν
περιέβαλλεν ένοπλον τμήμα στρατού με τα όπλα υπό μάλης, ενώ το παριστάμενον
πλήθος εκράτει αναμμένα λαμπάδας.
Μόλις εξήλθεν η πομπή εις τον
δρόμον, εγένετο, ως συνηθίζεται εις τας λιτανείας, δέησις. Ιδιαιτέρως
συγκινητική υπήρξεν, όχι δι’ ολίγους φαντάζομαι, η ακόλουθος η οποία με τινα
όχι ευχάριστον διαίσθησιν ανεπέμφθη κατά την ιεράν εκείνην στιγμήν:
''Υπέρ του διαφυλαχθήναι την αγίαν Εκκλησίαν και πόλιν ταύτην… από οργής, λιμού, λοιμού, σεισμού, καταποντισμού, πυρός, μαχαίρας, επιδρομής αλλοφύλλων… υπέρ του ίλεων, ευμενή και ευδιάλλακτον γενέσθαι τον αγαθόν και φιλάνθρωπον Θεόν ημών, του αποστρέψαι και διασκεδάσαι πάσαν οργήν… την καθ’ ημών κινουμένην και ρύσασθαι ημάς εκ της επικειμένης δικαίας Αυτού απειλής και ελεήσαι ημάς''.
''Υπέρ του διαφυλαχθήναι την αγίαν Εκκλησίαν και πόλιν ταύτην… από οργής, λιμού, λοιμού, σεισμού, καταποντισμού, πυρός, μαχαίρας, επιδρομής αλλοφύλλων… υπέρ του ίλεων, ευμενή και ευδιάλλακτον γενέσθαι τον αγαθόν και φιλάνθρωπον Θεόν ημών, του αποστρέψαι και διασκεδάσαι πάσαν οργήν… την καθ’ ημών κινουμένην και ρύσασθαι ημάς εκ της επικειμένης δικαίας Αυτού απειλής και ελεήσαι ημάς''.
Ήτο η δέησις αυτή, η προφητική
απαρίθμησις των μεγάλων και ανηκούστων συμφορών, αίτινες ανέμενον τον σεπτόν ναόν και την άτυχον πόλιν και δια της οποίας αι ανεξερεύνητοι του Υψίστου
βουλαί δεν ήτο δυνατόν να μεταστραφούν; Προησθένετο δε άραγε τότε ο αοίδημος
της Σμύρνης ποιμενάρχης, ότι την ώραν εκείνην, μαζί με το Σώμα του Σωτήρος,
προεκήδευε και ολόκληρον την δύσμοιρον Ελληνικήν Μικρασίαν, χωρίς δυστυχώς,
καμμίαν ελπίδα αναστάσεως; Κάτι έλεγεν η μελαγχολική –δεν θα την λησμονήσω-
κατά τας στιγμάς εκείνας αγία μορφή του μεγάλου Ιεράρχου!
Μετά την αίτησιν η πομπή
επροχώρησε, δια να εισέλθη εις τον ναόν από την άλλην είσοδον. Παλαιότερον, η
Αγ. Φωτεινή περιέφερεν Επιτάφιον εις τας πέριξ συνοικίας. Κάποιο έτος όμως,
την ώρα κατά την οποίαν ο Επιτάφιος διήρχετο από τον αμέσως μετά τον ναόν
αρχόμενον Φραγκομαχαλά, ένα παιδί από υψηλά, από το παράθυρον ενός φράγκικου
σπιτιού, έπτυσε το Επιτάφιο Σώμα. Επηκολούθησε φυσικά σοβαρόν επεισόδιον και
από το έτος αυτό, προς αποφυγή ταραχών, απεφασίσθη όπως ο Επιτάφιος της Αγ. Φωτεινής λιτανεύεται γύρω του ναού. Το ίδιον φαίνεται επεκράτησε κατόπιν και εις
άλλους ή όλους τους ναούς της πόλεως, εις εποχάς δυσχερείς και τεταραγμένας.
Η περιφορά του Επιταφίου εις τον
Άγιον Γεώργιον
Επέστρεψα από την Αγ. Φωτεινήν
εις τον Άγ. Γεώργιον την ώραν κατά την οποίαν επρόκειτο να γίνει και εκεί η
περιφορά του Επιταφίου. Προεπορεύοντο δύο ή τρείς σάλπιγγες, αίτινες εσάλπιζον
πενθίμως. Το Επιτάφιον Σώμα έφερον τρεις ιερείς, ενώ οι ψάλται έψαλλον, κατά
την περιφοράν το υπό του Τυπικού καθοριζόμενον νεκρώσιμον ασματικόν «Άγιος ο
Θεός» (Είναι δε τούτο το μόνον, όπερ ορίζει όπως ψάλλεται κατά την περιφοράν
του Επιταφίου το Τυπικόν της Μεγ. Εκκλησίας, Γ. Βιολάκη, έκδ. Μ. Σαλιβέρου,
Αθήναι 1912, σ. 36).
Παρηκολούθησα κατόπιν και το
υπόλοιπον της ακολουθίας εντός του ναού, έμεινα δε ευχαριστημένος από την
τήρησιν της εκκλησιαστικής τάξεως. Μετά την κατάθεσιν του θείου Σώματος επί της
Αγίας Τραπέζης, ο αρχιερεύς ανέγνωσε το Ευαγγέλιον «Τη επαύριον, ήτις εστί μετά
την Παρασκευήν», απαγγείλας δε και πάσας τας εφεξής εκφωνήσεις, εποίησεν εν τέλει,
ο ίδιος την απόλυσιν.
ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ 2-4-1922, η
ακολουθία της «Πρώτης Αναστάσεως» εις τον Ναόν του Αγίου Γεωργίου
Ούτε εις την Αγ. Φωτεινήν,
ούτε εις τον Αγ. Γέωργιον θα ετελείτο σήμερον την πρωίαν αρχιερατική Λειτουργία,
προτιμώντας ούτως δια τον σημερινόν εκκλησιασμόν και χάριν του αρίστου
πρωτοψάλτου, τον ναόν του Αγ. Γεωργίου.
Την 8ην
προμεσημβρινήν ήρχισεν εν τω ναώ τούτω η ιερά ακολουθία, ήτοι ο Εσπερινός της
Κυριακής του Πάσχα, μετά του οποίου τυγχάνει συνηνωμένη η της ημέρας, της Θ.
Λειτουργίας του Μ. Βασιλείου. Ιερούργησεν ιερεύς μετά διακόνου, λαμπρά δε ήτο η
ιεροτελεστία, χάρις κυρίως εις τον πρωτοψάλτην του ναού, όστις λίαν επιτυχώς,
επίσης, ανέγνωσε τας ωραίας Προφητείας του Μ. Σαββάτου.
Εις το «Ανάστα ο Θεός», όμως,
μετά τον Απόστολον, ενοστάλγησα το Ηράκλειον εν τω Μητροπολιτικώ Ναώ του οποίου
διεξάγεται με ιδιαιτέραν μεγαλοπρέπειαν, επί πολλήν ώραν διαρκούσα, η τελετή
της προαναγγελίας της Αναστάσεως. Ο ιερεύς εδώ με τον πρώτον ψαλμόν του ύμνου
είχε τελειώσει την τόσον λαμπράν ταύτην και επιβλητικήν τελετήν. Δεν είχε
άλλωστε, αλλά ολίγας μόνον δάφνας να σκορπίση εις τον ναόν, πράγμα το οποίον
εξετέλεσεν εν ριπή οφθαλμού και… σαν αγριεμένος. Ματαίως μία κυρία τον
παρεκάλει να της δώση ολίγας δάφνας. Αυτός απήντα αποτόμως «δεν έχει» και υψών
το κενόν πράγματι κάνιστρον, έτρεχε… Τοιουτοτρόπως, μὀλις επρόφθασαν οι χοροί
να ψάλλουν, από μίαν φοράν έκαστος, τον επτάκις τουλάχιστον ψαλλόμενον
πανηγυρικόν προφητικόν ύμνον «Ανάστα ο Θεός».
Εις την εκκλησίαν αυτήν, προ
της ενάρξεως της ακολουθίας, εξωμολογήθην εις ένα γέροντα, αγαθόν και σεβάσμιον
ιερέα. Ζωηρώς ενθυμούμαι ακόμη την γελαστήν και γλυκείαν μορφήν του αξίου
λευΐτου. Θα εκοινώνουν των Αχράντων Μυστηρίων την νύκτα, προκειμένου μάλιστα
όπως εντός ολίγων ημερών, αναχωρήσω δια το Μέτωπον. Εις τον ίδιον ναόν ανέγνωσα
μετά την Λειτουργίαν και τας προπαρασκευαστικάς ευχάς της Θ. Μεταλήψεως. Ιεραί
και άγιαι αναμνήσεις!
Η ιεροτελεστία της Αναστάσεως στον Αρμενικόν Μητροπολιτικόν Ναόν του Αγ.
Στεφάνου
Τηρών και εις την Σμύρνην το έθιμον της παρακολουθήσεως της Α΄ Αναστάσεως των Αρμενίων, όπως και εις το Ηράκλειον, μετέβην την 5ην μ.μ. εις τον αρμενομαχαλά, εις τον Αρμενικόν Μητροπολιτικόν ναόν του Αγ. Στεφάνου.
Ο ναός ήτο από τους
μεγαλυτέρους της πόλεως, υψηλός και λαμπρός. Είχε μεγάλο προαύλιον με πολλά
μνήματα. Κατά πληροφορίαν, του Αλ. Μωραϊτίδου («Με του βορηά τα κύματα», Σειρά
α΄), ήτο ορθόδοξος ο ναός αυτός παλαιότερον, αλλά εγκατελείφθη μετά γενόμενον
εν αυτώ φόνον και τον επήραν οι Αρμένιοι. Θαυμάσιον ήτο το εσωτερικόν του ναού,
ενώ οι πολυέλαιοι και τα μανουάλια ήσαν ηλεκτροφώτιστα.
Ήτο πλήρης
εκκλησιάσματος, μεταξύ του οποίου ήσαν και αρκετοί εκ των ημετέρων.
Χοροστατούσε ο Αρμένιος Μητροπολίτης Σμύρνης Γεβάντ Τουριάν, ενώ εκ του
γυναικωνίτου έψαλλε πολυμελής παιδικός χορός, καλλιφωνότατος και αρτίως
κατηρτισμένος, το μεγαλείον της ψαλμωδίας του οποίου, ως έγραφον, θα μου έμενεν
αλησμόνητον […]. Αναχωρούντες οι ημέτεροι περιχαρείς και με αγάπην πολλήν,
ηύχοντο εις τους εις έθνος ομοιοπαθές, μάλιστα δε πολυπαθέστερον, ανήκοντας
αδελφούς Αρμενίους, επί τη εορτή του Πάσχα «χρόνια πολλά», ενθέρμως σφίγγοντας
την χείρα των φίλων και γνωστών.
Κατά πληροφορίαν εν Ηρακλείω γυναικός Σμυρναίας, που κατώκει παρά τον
Αρμενομαχαλά, εις τον αρμένικον τούτον ναόν του Αγ. Στεφάνου, τον πρότερον και
κατ’ αυτήν ορθόδοξον, οι ημέτεροι ιερούργουν την 27ην Δεκεμβρίου,
εορτήν καθ’ ημάς του ναού.
Ο ειρημένος των Αρμενίων της
Σμύρνης Μητροπολίτης Γεβόντ Τουριάν, διασωθείς τω 1929 και καταφυγών εις
Αμερικήν, εφονεύθη εκεί υπό ομοφύλων του, ως μη επιδείξας δια το έθνος του,
οίαν ο Χρυσόστομος στάσιν».
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ 3-4-1922, η
λειτουργία της Αναστάσεως εις τον Μητροπολιτικόν Ναόν της Αγίας Φωτεινής
«Εξύπνησα την νύκτα του Μ.
Σαββάτου, καθ’ όν χρόνον εσήμαινον χαρμοσύνως οι κώδωνες των πέριξ ναών,
προσκαλούντες τους πιστούς εις την Ανάστασιν. Εντός ολίγου ανεχώρουν δια τον
Μητροπολιτικόν Ναόν με τον θείον μου Γ. Δαλμαρίδην και τον αδελφόν του Πέτρον,
όστις απωλέσθη κατά την καταστροφήν.
Φθάσαντες εις τον ναόν, εδυσκολεύθημεν
όπως εισέλθωμεν εις τον περίβολον αυτού, διότι είχεν ήδη κατακλυσθή υπό του
συρρεύσαντος πλήθους. Με την ανθρωποθύελλαν δε, η οποία εξερράγη μετ’ ολίγον,
ότε ένοπλοι στρατιώται ήρχισαν να διανοίγουν δίοδον δια την διέλευσιν της
εκκλησιαστικής πομπής, έχασα τελείως τους συγγενείς μου, σύμπτωσις ευτυχής
διότι τοιουτοτρόπως απέκτων την ανεξαρτησίαν μου, προς άνετον και μέχρι τέλους
παρακολούθησιν της εξεχούσης ταύτης της Εκκλησίας μας τελετής.
Επί τέλους εξήλθεν η ιερά
πομπή με επί κεφαλής τον Μητροπολίτην Σμύρνης, ανήλθε δε ο ιερός κλήρος ως και
μερικοί εκ των επισήμων, εις μίαν μικράν και απλήν εξέδραν, η οποία είχε στηθή
όπισθεν του αγίου Βήματος. Εις τα χρόνια που έζησεν ο πατέρας μου εις την
Σμύρνην, η Ανάστασις, ως μου είπεν, εγίνετο εις το μεγαλοπρεπές κωδωνοστάσιον
του ναού, εις τον χαμηλότερον ασφαλώς και ευρύχωρον αυτού όροφον.
Ο αείμνηστος Χρυσόστομος, αφού
ανέγνωσε το Ευαγγέλιον της Αναστάσεως «Διαγενομένου του Σαββάτου», ήρχισε να
ψάλλη συνοδευόμενος και υπό των λοιπών κληρικών, το «Χριστός Ανέστη». Επαιάνισε
τότε η μουσική, ήρχισαν δε να σημαίνουν χαρμοσύνως οι κώδωνες του ναού. Εκείνο
όμως, το οποίον ήτο όλως έκτακτον και προσέδωσεν ιδιαιτέραν λαμπρότητα εις την
τελετήν, ήσαν τα πολλά και ωράια πυροτεχνήματα, τα οποία ερρίφθησαν από το
υψηλόν και επιβλητικόν του ναού κωδωνοστάσιον.
Το πενταόροφο κωδωνοστάσιο της Αγ. Φωτεινής τη νύχτα της Αναστάσεως, εν μέσω πυροτεχνημάτων |
Υπήρχον εκεί και άλλοι
λαμπτήρες, οίτινες εσχημάτιζον ολοκλήρους τας λέξεις «Ζήτω ο Στρατός», οι
οποίοι, όταν εφωταγωγήθησαν, απέσπασαν ζωηράς τας επευφημίας του πλήθους.
Ερρίφθησαν κατόπιν υψηλά από το κωδωνοστάσιον διάφορα πυροτεχνήματα και
ρουκέτες, το οποίον έδιδε την εντύπωσιν πυροβολείου εν πλήρει δράσει […].
Η τελετή της Αναστάσεως, την
οποίαν με τόσην συγκίνησιν και χαράν παρηκολουθήσαμεν όλοι, είχε τελειώσει
πλέον και η εκκλησιαστική πομπή ανασυγκροτηθείσα, επέστρεψεν ήδη εις τον ναόν.
Μαζί με το πλήθος, το οποίον φυσικά, είχε πολύ αραιωθή, κατόρθωσα να εισέλθω
και εγώ εις τον ναόν.
Ο Μητροπολίτης κατείχε τον
Δεσποτικόν Θρόνον, φέρων βαρύτιμον και ωραίαν αρχιερατικήν στολήν,
περιστοιχιζόμενος υπό των συνιερουργούντων δύο αρχιμανδριτών, δύο ιερέων και
δύο διακόνων. Εις το παραθρόνιον ίστατο ο Αρμοστής
της Σμύρνης Αριστείδης Στεργιάδης, φέρων την επίσημον στολήν του, ο οποίος
όμως ανεχώρησε μετ’ ολίγον».
Τόσον έντονα συναισθήματα κατακλύζουν τον αυτόπτη μάρτυρα της τελευταίας
εκείνης αναστάσιμης ακολουθίας, στον πάνσεπτο ναό της Αγ. Φωτεινής, ώστε ο
ίδιος στις αναμνήσεις του επαναλαμβάνει: «Περιγράφω
οπωσδήποτε λεπτομερώς την όλην ιεροτελεστίαν, διότι πρόκειται περί της
ιερουργίας της Νυκτός της Αναστάσεως, εις τον Πάνσεπτον Ναόν της Αγίας
Φωτεινής, με ιερουργόν και μυσταγωγών τον μέγαν μάρτυρα του ελληνοχριστιανικού
μας Έθνους αείμνηστον Μητροπολίτην Σμύρνης Χρυσόστομον, τελευταίας Πασχαλινής
Λειτουργίας εις Ναόν άγιον, όστις υπό απίστων χειρών πυρποληθείς και
ανατιναχθείς, μετετέθη εις τον αδιάφθορον και απρόσβλητον κόσμον του ουρανού,
ίνα εν αυτών ιερουργώσι και ιερουργώνται αι μαρτυρικαί του μικρασιατικού
ελληνισμού ψυχαί με επί κεφαλής, τον άγγελον της Εκκλησίας της Σμύρνης θείον
Χρυσόστομον, μετέχοντα της των αγίων αγγέλων υπερκοσμίου ιερουργίας. […]
Εις το τέλος εκάστης Ωδής του
πανηγυρικού Κανόνος του Πάσχα «Αναστάσεως ημέρα» απηγγέλετο υπό των διακόνων
εναλλάξ η μικρά Συναπτή και ελέγετο υπό του αρχιερέως πάντοτε η Εκφώνησις. Μετά
το κοντάκιον κλπ. απηγγέλθησαν αλληλοδιαδόχως υπό του αρχιερέως και των δύο
αρχιμανδριτών το «Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι» και ακολούθως, το «Αναστάς ο
Ιησούς από του τάφου». «Την Θεοτόκον και μητέρα του φωτός» απήγγειλεν ο
διάκονος εκ της παρά τον Θρόνον θέσεώς του, εθυμίασαν δε κατόπιν και οι δύο
διάκονοι. Ψαλλομένου του «Αινείται», ο αρχιερεύς, κατελθών, προσεκύνησε το
ιερόν Ευαγγέλιον, ευλογήσας δε μετά τούτο τον λαόν, του χορού ψάλλοντος το «Εις
πολλά έτη», ανήλθεν και πάλιν εις τον Θρόνον.
Κατά την Θ. Λειτουργίαν, μετά
το «Όσοι εις Χριστόν» ο αρχιερεύς ανήλθε μετά των πρεσβυτέρων εις το όπισθεν
της Αγίας Τραπέζης Σύνθρονον, οπόθεν εψάλησαν, επαναλαμβανόμενα υπό των χορών,
τα αρχιερατικά «Κύριε σώσον» και αι φήμαι του Οικουμενικού Πατριάρχου Μελετίου
(Μεταξάκη) και του ιερουργούντος Μητροπολίτου Σμύρνης Χρυσοστόμου. Μετά τον
πολυχρονισμόν των βασιλέων ο αρχιδιάκονος Βασίλειος ανέγνωσε προτροπήν της
μητροπόλεως δια την καταβολήν του οβολού των εκκλησιαζομένων εις τον δίσκον,
υπέρ του ταμείου των πτωχών.
Μετά το Ευαγγέλιον ο
αείμνηστος Χρυσόστομος απηύθυνε από της Ωραίας Πύλης προς το εκκλησίασμα
ολίγους λόγους, τους οποίους διέσωσα επίσης εις το στρατιωτικόν μου
ημερολόγιον. «Επειδή, είπεν, είσθε κεκοπιακότες και ηγρυπνισμένοι και επιθυμείτε
όπως μεταβήτε συντόμως εις τας οικίας σας και συνεορτάσετε εν κοινή
οικογενειακή ευτυχία την μεγάλην του Πάσχα εορτήν, αναβάλλω δια την αυριανήν
τελετήν της Δευτέρας Αναστάσεως τον λόγον μου επί τους μέρους της σημερινής
αποστολικής περικοπής· «Κύριε, ει εν τω χρόνω τούτω αποκαθιστάνεις την
βασιλείαν τω Ισραήλ;», το οποίον σχετίζεται με την ενεστώσαν εθνικήν κατάστασιν.
Προέτρεψεν δε, εν τέλει, όπως μη απέλθη τις, αν δεν ακούση προηγουμένως την
ευχήν του ιερού Χρυσοστόμου «Ει τις ευσεβής και φιλόθεος», δια να λάβη μεθ’
εαυτού εις τον οίκον του την θείαν ευλογίαν.
Ακολούθως εψάλη Χερουβικός
ύμνος εις ήχον πρώτον. Ας σημειώσωμεν, ότι ουδεμία παράλειψις εις τας μετά την
Μεγ. Είσοδον διακονικάς δεήσεις γίνεται εν τω ναώ τούτω.
Προ της απολύσεως ο Αρχιερεύς
ανέγνωσεν από της Ωραίας Πύλης τον εις τον Ιωάννην τον Χρυσόστομον αποδιδόμενον
κατηχητικόν λόγον με ωραίαν απαγγελίαν. Κατά την ανάγνωσιν τούτου ο λαός δια
βοής επανελάμβανεν τας λέξεις «Επικράνθη» και «Ανέστη».
Μετά την απόλυσιν ο αρχιερεύς
αφού ηυχήθη εις το εκκλησίασμα «Έτη πολλά!» εισήλθεν εις το ιερόν Βήμα. Προσήλθον τότε εις την Ωραίαν
Πύλην του σεπτού Ναού και μετέλαβον των Αχράντων Μυστηρίων, όπερ με ιδιαιτέρως
ιεράν συγκίνησιν θα ενθυμούμαι εις όλην μου την ζωήν».
Στο σημείο αυτό, με την Θεία Μετάληψη του σώματος και του αίματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού από τα τίμια χέρια του Εθνομάρτυρος Αγίου Χρυσοστόμου Επισκόπου Σμύρνης, ο αείμνηστος Θεολόγος κ. Νικόλαος Ζευγαδάκης, τοποθετεί νοερά την τελευταία και σημαντικότερη ψηφίδα των «ιερών αναμνήσεών» του, πάνω στην επιφάνεια του ασβεστοκονιάματος, προκειμένου να καλύψει δυσαναπλήρωτα κενά που ο χρόνος και η λήθη δημιούργησαν στο παμπάλαιο ψηφιδωτό της Ελληνορθόδοξης Ιωνίας. Λίγους μήνες αργότερα, όλον αυτό τον πνευματικό και πολιτισμικό πλούτο αιώνων, δε θα μπορούσε κανείς να τον συναντήσει πουθενά πιά, παρά χαραγμένο μόνο σε μερικές αράδες απομνημονευμάτων…
* "Αι χριστιανικαί εορταί του τελευταίου έτους της Σμύρνης (1921-1922), Περιγραφή των ιερών τελετών εις τον σεπτόν μητροπολιτικόν ναόν της αγίας Φωτεινής και άλλους εκ των κυριωτέρων ναών της πόλεως. Νικ. Ε. Ζευγαδάκη, Έκδοση Α΄, 1975.
Στο σημείο αυτό, με την Θεία Μετάληψη του σώματος και του αίματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού από τα τίμια χέρια του Εθνομάρτυρος Αγίου Χρυσοστόμου Επισκόπου Σμύρνης, ο αείμνηστος Θεολόγος κ. Νικόλαος Ζευγαδάκης, τοποθετεί νοερά την τελευταία και σημαντικότερη ψηφίδα των «ιερών αναμνήσεών» του, πάνω στην επιφάνεια του ασβεστοκονιάματος, προκειμένου να καλύψει δυσαναπλήρωτα κενά που ο χρόνος και η λήθη δημιούργησαν στο παμπάλαιο ψηφιδωτό της Ελληνορθόδοξης Ιωνίας. Λίγους μήνες αργότερα, όλον αυτό τον πνευματικό και πολιτισμικό πλούτο αιώνων, δε θα μπορούσε κανείς να τον συναντήσει πουθενά πιά, παρά χαραγμένο μόνο σε μερικές αράδες απομνημονευμάτων…
* "Αι χριστιανικαί εορταί του τελευταίου έτους της Σμύρνης (1921-1922), Περιγραφή των ιερών τελετών εις τον σεπτόν μητροπολιτικόν ναόν της αγίας Φωτεινής και άλλους εκ των κυριωτέρων ναών της πόλεως. Νικ. Ε. Ζευγαδάκη, Έκδοση Α΄, 1975.
Η ανάρτηση δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά, εν είδει ιστορικού αφιερώματος, στην εφημερίδα «Εκκλησιολόγος» των Πατρών (Σάββατο, 4/4/2015, Φ. 405)
_Επιμέλεια babiscook_7-4-2015_
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου