Στην εποχή του μεγάλου σατυριστή το Βερολίνο, αποτελούσε μια σταθερή οικονομική αξία όπως και σήμερα.
Παρομοίως και ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος (ΔΟΕ) νυν ΔΝΤ, προς τον οποίο τρέφαμε έκπαλαι ιδιαίτερη αγάπη... Η οσφυοκαμψία δε των αρχόντων, έδινε και τότε τον τόνο στην πολιτική ζωή του
τόπου. Ενώ, την παροχή ολίγου προγονικού φωτός που απλόχερα είχαμε μεταδώσει στους εταίρους μας, αφότου
κατέβηκαν απ’ τα δέντρα, φροντίζαμε να τους την υπενθυμίζουμε σε κάθε ευκαιρία, συνεπικουρούσης και της πρόσφατης ανακάλυψης των Μυκηνών από τον Ερρίκο Σλήμαν.
Σ' αυτό λοιπόν το πολιτικό περιβάλλον εξουσιοδοτούσε η ευρεία συγκυβέρνηση του 1878 τον Θεόδωρο Δεληγιάννη (μετέπειτα πρωθυπουργό), όπως μεταβεί στο Συνέδριο του Βερολίνου για να υποστηρίξει τις ελληνικές θέσεις, γεγονός που ο «Ρωμηός» του Γεωργίου Σουρή το σχολίασε δεόντως και όπως πάντα ποιητικώς!
Εμείς, παραδίδουμε προς νέα, επετειακή δημοσίευση, το έκτακτον ποίημα «Βερολίνον», τονισμένο και συγχρονισμένο συμφώνως προς τα καθ' ημάς...
Σ' αυτό λοιπόν το πολιτικό περιβάλλον εξουσιοδοτούσε η ευρεία συγκυβέρνηση του 1878 τον Θεόδωρο Δεληγιάννη (μετέπειτα πρωθυπουργό), όπως μεταβεί στο Συνέδριο του Βερολίνου για να υποστηρίξει τις ελληνικές θέσεις, γεγονός που ο «Ρωμηός» του Γεωργίου Σουρή το σχολίασε δεόντως και όπως πάντα ποιητικώς!
Εμείς, παραδίδουμε προς νέα, επετειακή δημοσίευση, το έκτακτον ποίημα «Βερολίνον», τονισμένο και συγχρονισμένο συμφώνως προς τα καθ' ημάς...
ΒΕΡΟΛΙΝΟΝ
Πάρτε τ' ἄρματα
Ὤ! ἄς ἤμουνα πουλάκι, νά μποροῦσα, νά πετάξω,
Πάρτε τ' ἄρματα
Πάρτε τ' ἄρματα ἀμέσως, φίλοι παῖδες τῶν
Ἑλλήνων,
καί ἐπέρασαν αἱ ὧραι τῶν αἱμάτων καί τῶν
θρήνων.
Τῆς ἀγρίας μας πτωχείας ἄς ἀφήσωμε τά
μέρη,
ποῦ καπνίζουνε τά τζάκια καί οὐδέν
καλοριφέρι,
κι ἄς πατήσωμεν μέ δάφνας εἰς τήν γῆν τῶν
Γερμανῶν,
ἴνα διαπραγματευθῶμεν μ' ἐντολήν ἀπ' τόν
λαόν.
Ὅλοι εἴμαστε ξεφτέρια καί ἀκίνητοι σάν
βράχοι,
ἤσαν τίποτε ἐμπρός μας καί οἱ
Μαραθωνομάχοι·
Πάρτε τ' ἅρματα ἀμέσως εἴπαμ' ὅλοι μ' ἕνα
ποῦρο,
κι ἡ Εὐρώπη θέ ν' ἀφήσει καί γιά μᾶς μία
χούφτα γιοῦρο.
Ἡσυχία, κι ἄν τόν λόγο τῆς τιμῆς τῆς
παραβεῖ,
φόρα πάλι εἰς τίς βοῦτες καί εἰς τήν
διαπλοκή.
Εἰς τόν Κον Τσιπραλέξην
Φεύγεις, φεύγεις, Τσιπραλέξη, καί μᾶς πᾶς
στό Βερολίνον,
νά προβάλεις τάς δικαίας ἀπαιτήσεις τῶν Ἑλλήνων,
καί ὁ κάθε πατριώτης τήν πατρίδα
μακαρίζει,
καί χαρούμενος μέ γέλοιο τ' ὄνομά σου
ψυθιρίζει.
Μά κι' ἐγώ μαζί μέ ὅλους σάν θεότρελος
γελῶ
Καί φωνάζω «Τσιπραλέξη, κατευόδιο σου
καλό».
Ὤ! ἄς ἤμουνα πουλάκι, νά μποροῦσα, νά πετάξω,
μέ ἐσέ στό Βερολίνον, καί κρυφά νά σέ
κοιτάξω,
πῶς θά μπεῖς στοῦ Συνεδρίου τή χρυσή
ἐκείνη σάλα,
πῶς θά χαιρετήσεις τόσα ὑποκείμενα μεγάλα,
τί ὑπόκλισιν θά κάμεις καί μέ ὕφος σοβαρό,
θά καθίσεις στῆς Ἀγγέλας καί στοῦ Σόιμπλε
τό πλευρό.
Μέ σαπούνι τῆς Εὐρώπης τρυφερό καί
μυρωδάτο
νά ἀλείψεις τό κορμί σου ἀπό πάνω ἕως
κάτω·
νά φορέσεις μαῦρο φράκο κατακαίνουργια
φωκόλα,
λαιμοδέτη, ἄσπρα γάντια καί τά ἀναγκαία
ὅλα.
Κι ἔτσι πλέον, Τσιπραλέξη, στολισμένος σάν
γαμπρός,
νά σταθεῖς μέ παρρησίαν εἰς τό
γιούρογκρουπ ἐμπρός.
Βάστα πόζα, Τσιπραλέξη, ὅσο ἠμπορεῖς
μεγάλη,
καί μή σκύψεις εἰς κανένα διπλωμάτην τό
κεφάλι.
Κτύπα κάποτε τό χέρι, ἤ ἄν θέλεις τό
ποδάρι,
γιά νά μή μπορεῖ κανένας τόν ἀέρα νά σού
πάρει.
Μή φοβᾶσαι, μή ζαρώνεις, μή καθόλου ἐντραπεῖς,
ἀλλά ὅλα μέ τό σίγμα καί τό νῖ νά τούς τά
πεῖς.
Πές τους ὅτι, ἄν ἀφήσουν νά μᾶς πάρει τό
Ποτάμι,
εὐθύς πάλιν ἐκλογές πώς ὁ ΣΥΡΙΖΑ θά κάμει!
Πές τους ὅτι τήν Ἑλλάδα, ταπεινήν δέν
ὑποφέρεις,
πές τους, πές τους, ἀλλά πές τους,
Τσιπραλέξη, ὅτι ξέρεις.
Καί ἄν δέν μπορέσεις πέρα νά τά βγάλεις μή
σκιαχτεῖς,
ἄς σέ βοηθήσει λίγο κι ἕνας συνδικαλιστής.
Ἀλλά πρόσεχε ὀλίγον, Τσιπραλέξη, πρίν
προφθάσεις,
νά εἰπεῖς στούς διπλωμάτας τῆς Ἑλλάδος τάς
προτάσεις,
μήπως ἔξαφνα τήν πόρτα μέ ἀγένεια σου
κλείσουν
καί ἀπ' ἔξω μέ τά χέρια σταυρωμένα σέ
ἀφήσουν.
Ἐ! μά τότε εἰς τήν πόρτα δῶσε μία κλωτσιά
γερή,
Κι' ἔμπα δεῖξε τους πώς εἶναι καί τό χέρι
σου βαρύ.
Πρῶτος λόγος τοῦ Κυρίου Τσιπραλέξη
(ἐνώπιον τοῦ συνεδρίου)
Bon jour, κύριοι μεγάλοι τῆς Εὐρώπης
διπλωμᾶται,
στήν ὑγεία σας πῶς εἶσθε;... φίλε Ντράγκι
πῶς περνᾶτε;
Ἐγώ, δόξα τῷ Ὑψίστῳ, μέχρις ὥρας ὑγιαίνω,
τρώγω μ' ὄρεξη, κοιμοῦμαι, σεργιανίζω καί
παχαίνω.
Μέ δυό λόγια χάφτω μύγες καί ἀέρα κοπανῶ,
μολοντούτο κι ἐν τοσούτω ταπεινά σας
προσκυνῶ.
Κατά πρῶτον κύριοί μου θά σᾶς
κατευχαριστήσω,
ἀφοῦ τέλος ἠξιώθην πλάι πλάι νά καθίσω,
μέ ἐσᾶς τούς φημισμένους τῆς Εὐρώπης
διπλωμάτας,
καί τοῦ Ἔθνους καί τοῦ Γένους, εὐεργέτας
καί προστάτας.
Ὤ! ἀνοίξατε μιά θέση κι εἰς τόν κύριον
ἐμέ,
γιά νά μή περνοῦν μέ λόγια αἱ πολύτιμοι
στιγμαί.
Ἀρχινίζω λοιπόν τώρα μέ φωνή νά πῶ καί
θάρρος,
τί προσέφερεν ἡ χώρα ἡ Ἑλλάς καί μή πρός
βάρος.
Τόν παλιόν καιρόν ἐκεῖνον, ἤλθ' ὁ Μίνως
στάς Ἀθήνας,
κι ἀφοῦ ἔμεινεν ἐννέα ἕως δέκα, θαρρῶ,
μήνας,
ηὖρε πρῶτος τά στοιχεῖα τοῦ λαμπροῦ μας
ἀλφαβήτου,
- Γαῖαν ἐλαφράν ἄς ἔχει ἡ σκιά τοῦ
μακαρίτου.-
Τότε δ' ἔγινε ἡ γλώσσα τῶν Ἑλλήνων
κλασσικῆ,
καί ἀμέσως ἐξηπλώθη, ἐπ' ἐδῶ καί ἀπ' ἐκεῖ.
Ἀπό τότε πιά ὁ νοῦς μᾶς ἐσηκώθη στόν ἀέρα,
φῶτα πάνω, φῶτα κάτω, φῶτα δῶ καί φῶτα
πέρα·
ὥσπου ἔγινε σάν Αἴτνα τό Ρωμαίϊκο κεφάλι,
κι ὅλο σπίθες ἐσκορποῦσε στή μιάν ἄκρη καί
στήν ἄλλη.
Μά γιατί νά σᾶς νυστάξω; μέ δυό λόγια
στρογγυλά,
στραβωθήκαμε μονάχοι, ἀπ' τά φῶτα τά
πολλά.
Ἐσεῖς τότε, μέ συμπάθειο, εἶσθε βάρβαροι
ἀκόμη,
καί δέν εἶχαν μεταξύ σας καμιά πέρασιν οἱ
νόμοι.
Δέν ἐγνώριζεν ἡ Δύσις, τί σημαίνει
ἀρχαιότης,
μεγαλεῖον, δόξα, φήμη, ὕψος, βάθος,
κλασσικότης.
Ἦτο τίποτε, ἀγρία, μαραμένη, σκοτεινή,
κι ἐπερίμενεν ἐμπρός της λίγος ἥλιος νά
φανεῖ.
Ἐκοιτάζαμε τό σκότος τῆς βλακείας σᾶς τῆς
τόσης,
καί ἐλέγαμε στό νοῦ μας «Μᾶς ἐσκότισαν αἵ
γνώσεις·
κι ἡ Ἑλλάς βουτᾶ εἰς φώτων ἀτελείωτο
ποτάμι...
τάχα τί θά τῆς κοστίσει, ἄν τούς δώσει ἕνα
δράμι;
Πῶς κι ὁ βλάξ ὁ Εὐρωπαῖος, νά μή φαίνεται
σοφός;
ἔ! λοιπόν καί εἰς τήν Δύσιν, ἄς χυθεῖ
ὀλίγον φῶς».
Γι' αὐτά κύριοι καί ἄλλα, πού σᾶς εἶπα
παραπάνω,
δυνατότερα σᾶς λέγω καί σᾶς ἐπαναλαμβάνω·
ἤ θά γίνει μία γενναία στήν Ἑλλάδα
ΔΙΑΓΡΑΦΗ,
ἤ σᾶς πέρνουμε τά φῶτα κι' ἀπομένετε
στραβοί.
Λοιπόν εἰς ἕνα κράτος, πού ἀπό πάντα ἦτον,
ἑστία μεγαλείου, πηγή ἀρχαιοτήτων,
ἡ Δύσις δέ θά δώσει μέ πάσα προθυμίαν
της πατρικῆς του χώρας μισήν
κληρονομίαν;
Καθείς βεβαίως κρίνει,
πῶς ἔτσι καί θά γίνει!
Σουρῆς ἔγραφε, κατά μήναν Μάιον 1878,
Babiscook μετέγραφε, κατά μήναν Ἰανουάριον 2015.
- «Άπαντα» Γεωργίου Σουρή, Εκδ. Οίκος Γ. Βασιλείου (Γ΄ έκδοση, 1926, Αθήναι) _Επιμελήθηκε, ο Συνεργάτης του «Ρωμηοῦ» babiscook_25-1-2015_
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου