Οι δώδεκα μήνες εν τω σπηλαίω, κατά την λαογραφική παράδοση. Ξυλογραφία του Σπύρου Βασιλείου. |
Η λαϊκή παράδοση θέλει τον «κουτσο- φλέβαρο» να ήταν κάποτε αρτιμελής και «κοτσονάτος», έχων ημέρας τριάκοντα ή ακόμη και τριάκοντα μία! Πότε όμως κατέστη χωλός στη θέση του πρώην «αναξιοπαθούντος» Μάρτη, δεν μπορεί να εξακριβωθεί με βεβαιότητα μήτε απ' την ελληνική, μήτε κι απ' τη ρωμαϊκή λαογραφία. Έτσι, την αχλή του χρόνου που αέναα αναβλύζει μέσα απ' το σπήλαιο των Μηνών, ανέλαβε να διαλύσει με τη γλαφυρή «πνοή» της η πένα του Ανδρέα Καρκαβίτσα.
Στις «Ημέρες της γριάς» που πρωτοδημοσίευσε το 1886, ο μεγάλος ηθογράφος συμπυκνώνει τις διάφορες παραλλαγές των μύθων γύρω από τον μήνα Μάρτη και τις συνδυάζει με τα κύρια γνωρίσματά του, κωδικοποιώντας σ' ένα διήγημα όλη τη «μαρτιάτικη» λαογραφία της ελληνικής παράδοσης.
Ως γνήσιος νατουραλιστής, μας καθίζει μαζί του σε μιαν εσοχή του σπηλαίου, μέσα στο οποίο η συντροφιά των Δώδεκα Μηνών ακούει τον Τρυγητή, να προτείνει «τον οίνον, τον οποίον χύνουν προς τιμήν του οι κτηματίαι, να τον βάλουν εις ένα βαρέλι να περάσουν τον χειμώνα. Στο άκουσμα αυτό ο Μάρτης πλήρης χαράς ρίπτει την εκ δέρματος κριού σκούφιαν του εις τον αέρα κ' ανακράζει θριαμβευτικώς·
- Ωραία! ο Μάρτης πεντεδείλινος και πάλι δειλινό είναι. Αφού είν' έτσι, μεγαλώνω κ' γω τις μέρες μου.Έκτοτε αι ημέραι του Μάρτη έγιναν τόσον μεγάλαι, ώστε όσον οκνοί και αν είναι οι εργάται, πάντα θα τελειώσουν καλώς το ημεροκάματον· το Μάρτη βάλε αργάτες κι ας τους να ψυλλίζωνται.»
Και συνεχίζει να μας διηγείται πως... «Όταν κατά τα τέλη του άϊ Δημητριού απόβρασεν ο οίνος, οι μήνες ηθέλησαν να τον μοιράσουν. Έκαμαν δώδεκα τρύπες εις το βαρέλι και καθένας εζήτει την υψηλοτέραν, νομίζων ότι θα ελάμβανεν ούτω και το περισσότερον ποσόν του οίνου. Ο Μάρτης που είναι ο εξυπνότερος και παίζει τους άλλους εις τα δάκτυλα με όσην ευκολίαν το μικρό παιδί τα πεντόβολα, ίστατο πλησίον ατάραχος, σιωπηλός, παρατηρών αυτούς με το ειρωνικόν του μειδίαμα.
- Αί, δε μιλάς· δε θα πάρεις κ' συ το δικό σου, γέρω Μάρτη; είπεν εις αυτόν ο Φλεβάρης ο γείτων του.
- Αμ' τι να πάρω εγώ, ο παλιόγερος· εδωπά θ' ανοίξω τον πήρο μου να πιώ λιγάκι.
Και άνοιξε μεγάλη τρύπα εις το κατώτατον μέρος του βαρελιού», έχοντας προφανώς στο νου του τη ρύση του Παλαιού των Ημερών "Ος εάν θέλει γενέσθαι μέγας εν ημίν, έσται υμών διάκονος, και ος αν θέλει υμών γενέσθαι πρώτος, έσται πάντων δούλος".
Ούτως έγινεν η μοιρασιά...»
Ο Γερο Μάρτης πίνοντας από το χαμηλότερο παπίρι που έντεχνα διάλεξε, ρουφούσε τον εαυτού οίνον, εκ παραλλήλου δε, εμείωνε τη στάθμη του κρασιού απ' τα μερτικά των υπολοίπων μηνών ως... πάντων διάκονος.